- υπήνεμος
- -η, -ο / ὑπήνεμος, -ον, ΝΜαπάνεμος, προφυλαγμένος από τον άνεμο (α. «υπήνεμο λιμάνι» β. «ἐκβάντες δ' ἐπὶ θῑνα βαθὺν καὶ ὑπήνεμον ἀκτήν», Θεοκρ.)νεοελλ.φρ. «υπήνεμο κύμα»(μετεωρ.) κυματοειδής διαμόρφωση τών αέριων ρευμάτων, η οποία εκδηλώνεται κατά την κατακόρυφη διεύθυνση στην υπήνεμη πλευρά τών οροσειρώναρχ.1. ήπιος, ελαφρός («ὑπήνεμος αὔρα», Ευρ.)2. γρήγορος σαν τον άνεμο3. ὑπηνέμιος*, μάταιος («ὑπήνεμοι ἐπιθυμίαι», Αλκίφρ.)4. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑπήνεμος·απάνεμος τόπος.επίρρ...υπηνέμως και υπήνεμα Ναπάνεμα, με προστασία από τον άνεμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. δı-ήνεμος. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Το επίρρ. υπηνέμως μαρτυρείται από το 1824 στα Έγγραφα Ελληνικής Κυβερνήσεως].
Dictionary of Greek. 2013.